Anonymous

ἀμφίβλημα: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίβλημα]], το (Α) [[αμφιβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] ενδύματος, [[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>2.</b> [[περίφρακτος]] [[χώρος]], [[στοά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», [[πανοπλία]], [[πλήρης]] [[εξοπλισμός]].
|mltxt=[[ἀμφίβλημα]], το (Α) [[αμφιβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] ενδύματος, [[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>2.</b> [[περίφρακτος]] [[χώρος]], [[στοά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», [[πανοπλία]], [[πλήρης]] [[εξοπλισμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίβλημα:''' -ατος, τό ([[ἀμφιβάλλω]]), [[κάτι]] που ρίχνεται [[τριγύρω]], που περιβάλλει·<br /><b class="num">I.</b> [[στοά]], [[περιστύλιο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ένδυμα]], [[μανδύας]], [[ρούχο]], στον ίδ.
}}
}}