Anonymous

ἀμνήμων: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμνήμων]] (-ονος), -ον (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μνήμη]], που λησμονεί, [[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]]<br /><b>2.</b> αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, [[αγνώμων]], [[αχάριστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έπεσε σε [[λήθη]], ο λησμονημένος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ Ἀμνήμονες</i><br />το [[συμβούλιο]] τών [[εξήντα]] (60) στην Κνίδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνήμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμνημόνως</i>, [[ἀμνημοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνημονῶ</i>].
|mltxt=[[ἀμνήμων]] (-ονος), -ον (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μνήμη]], που λησμονεί, [[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]]<br /><b>2.</b> αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, [[αγνώμων]], [[αχάριστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έπεσε σε [[λήθη]], ο λησμονημένος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ Ἀμνήμονες</i><br />το [[συμβούλιο]] τών [[εξήντα]] (60) στην Κνίδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνήμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμνημόνως</i>, [[ἀμνημοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνημονῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμνήμων:''' Δωρ. [[ἀμνάμων]], <i>-ον</i>, γεν. <i>-ονος</i>· ([[μνήμη]])·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[αμνήμων]], [[λησμονώ]], [[ξεχνώ]], σε Σοφ., Πλάτ.· <i>τινός</i>, κάποιο [[πράγμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., ξεχασμένος, λησμονημένος, σε Ευρ.
}}
}}