Anonymous

ἀμετάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάστρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αλλάζει [[γνώμη]], [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδιάφορος]], [[απρόσεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταστρέφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμεταστρεπτί]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάστρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αλλάζει [[γνώμη]], [[άκαμπτος]], [[ανένδοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδιάφορος]], [[απρόσεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταστρέφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμεταστρεπτί]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμετάστρεπτος:''' -ον (μεταστρέφομαι), αυτός που δε γυρίζει [[πίσω]]· επίρρ. [[ἀμεταστρεπτί]] [ῑ] ή <i>-εί</i>, [[χωρίς]] γυρίσματα, [[εμπρός]], [[ἰέναι]], <i>φεύγειν</i>, σε Πλάτ.
}}
}}