Anonymous

ἀλυκτάζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αλυκτώ]] (-έω) [[αλυκτώ]]<br /><b>1.</b> περιπλανιέμαι [[ανήσυχος]], φοβισμένος<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] σε [[αγωνία]], [[αμηχανία]], [[απογοήτευση]]<br /><b>3.</b> [[φοβάμαι]], κρύβομαι.
|mltxt=και [[αλυκτώ]] (-έω) [[αλυκτώ]]<br /><b>1.</b> περιπλανιέμαι [[ανήσυχος]], φοβισμένος<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] σε [[αγωνία]], [[αμηχανία]], [[απογοήτευση]]<br /><b>3.</b> [[φοβάμαι]], κρύβομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλυκτάζω:''' ([[ἀλύω]]), μόνο στον παρατ., βρίσκομαι σε [[θλίψη]], σε Ηρόδ.
}}
}}