3,277,206
edits
(6_14) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀμφιγυήεις''': ὁ, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, ὁ κατ’ ἀμφότερα τὰ σκέλη [[χωλός]]. Ἰλ. Α. 607, κτλ. (ἐκ τοῦ γυιὸς = [[χωλός]], οὐχὶ ἐκ τοῦ [[γυῖον]]). | |lstext='''Ἀμφιγυήεις''': ὁ, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, ὁ κατ’ ἀμφότερα τὰ σκέλη [[χωλός]]. Ἰλ. Α. 607, κτλ. (ἐκ τοῦ γυιὸς = [[χωλός]], οὐχὶ ἐκ τοῦ [[γυῖον]]). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἀμφιγυήεις:''' ὁ ([[γυιός]]), λέγεται για τον Ήφαιστο, αυτός που κουτσαίνει και στα [[δύο]] πόδια, ο [[χωλός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |