Anonymous

ἀμνεῖος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμνεῑος, -εία, -εῖον, (Α) [[ἀμνός]]<br />αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος.
|mltxt=ἀμνεῑος, -εία, -εῖον, (Α) [[ἀμνός]]<br />αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμνεῖος:''' -α, -ον ([[ἀμνός]]), [[αρνίσιος]], ἀμν. [[χλαῖνα]], αρνίσια [[προβιά]] που χρησιμ. ως [[κάπα]], σε Θεόκρ.
}}
}}