Anonymous

ἀμύντωρ: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμύντωρ]] (-ορος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[υπερασπιστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αμύνεται, που αποκρούει, που απωθεί<br /><b>3.</b> [[εκδικητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐπαμύντωρ]] «[[υπερασπιστής]], [[τιμωρός]]». Ο τ. υπάρχει και ως κύριο όνομα].
|mltxt=[[ἀμύντωρ]] (-ορος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[υπερασπιστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αμύνεται, που αποκρούει, που απωθεί<br /><b>3.</b> [[εκδικητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐπαμύντωρ]] «[[υπερασπιστής]], [[τιμωρός]]». Ο τ. υπάρχει και ως κύριο όνομα].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμύντωρ:''' -ορος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[υπερασπιστής]], [[βοηθός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκδικητής]], <i>πατρός</i>, σε Ευρ.
}}
}}