Anonymous

ἀμετάστατος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάστατος]], -ον) [[μεθίστημι]]<br />αυτός που δεν μετατέθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να μετατεθεί, [[αμετάθετος]], [[αναλλοίωτος]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον εξαλείψει, να τον εξαφανίσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀμετάστατον</i><br />[[συμμόρφωση]] [[προς]] κάποιο [[πρότυπο]], [[κανονικότητα]], [[σταθερότητα]], [[ομοιομορφία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάστατος]], -ον) [[μεθίστημι]]<br />αυτός που δεν μετατέθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να μετατεθεί, [[αμετάθετος]], [[αναλλοίωτος]], [[αμετάβλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον εξαλείψει, να τον εξαφανίσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἀμετάστατον</i><br />[[συμμόρφωση]] [[προς]] κάποιο [[πρότυπο]], [[κανονικότητα]], [[σταθερότητα]], [[ομοιομορφία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμετάστᾰτος:''' -ον ([[μεθίστημι]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν μετακινείται, [[ακίνητος]], [[στάσιμος]], [[αμετάβλητος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν γίνεται να εξαφανισθεί ή να εξαλειφθεί, στον ίδ.
}}
}}