Anonymous

ἀμήτωρ: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμήτωρ]] (-ορος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μητέρα]] ή του οποίου η [[μητέρα]] [[είναι]] άγνωστη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μήτηρ]] [[ἀμήτωρ]]», κακή ή άστοργη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]].
|mltxt=[[ἀμήτωρ]] (-ορος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μητέρα]] ή του οποίου η [[μητέρα]] [[είναι]] άγνωστη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μήτηρ]] [[ἀμήτωρ]]», κακή ή άστοργη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμήτωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[μήτηρ]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[μητέρα]], [[ορφανός]] από [[μητέρα]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, με [[συμπεριφορά]] μη προσήκουσα σε [[μητέρα]], <i>μήτηρἀμήτωρ</i>, σε Σοφ.
}}
}}