Anonymous

αἰψηρός: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰψηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]], [[ταχύς]], [[βιαστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται [[μέσα]] σε λίγο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἶψα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰψηροκέλευθος]].
|mltxt=[[αἰψηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]], [[ταχύς]], [[βιαστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται [[μέσα]] σε λίγο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἶψα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰψηροκέλευθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰψηρός:''' -ά, -όν ([[αἶψα]]), γρήγορος, [[ταχύς]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος, [[αιφνίδιος]], σε Όμηρ.
}}
}}