3,274,216
edits
(3) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀμφιβάλλω]])<br /><b>1.</b> έχω [[αμφιβολία]], δισταγμό, δεν [[είμαι]] [[βέβαιος]] για [[κάτι]], [[αμφιταλαντεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[αμφισβητώ]], [[διστάζω]] να πιστέψω [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμ. συνήθ. σε [[τμήση]]) Ι. <b>ενεργ.</b> [[περιβάλλω]], [[ρίχνω]] ή [[εναποθέτω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>1.</b> (για ρούχα) [[ντύνω]] κάποιον, του [[φορώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀμφι</i>-[[έννυμι]])<br /><b>2.</b> περιβάλλομαι, [[αποκτώ]], [[γεμίζω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[ρίχνω]] τα χέρια μου [[γύρω]] από κάποιον, [[αγκαλιάζω]], [[εναγκαλίζομαι]]<br /><b>4.</b> [[πιάνω]], [[αρπάζω]]<br /><b>5.</b> [[περιστοιχίζω]], [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]]<br /><b>6.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]] από [[παντού]]<br /><b>7.</b> [[συλλαμβάνω]] ως αιχμάλωτον, [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>8.</b> (στην ιατρ., για [[μέλη]] του σώματος) [[κινώ]] ή [[συστρέφω]] απότομα<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀμφιβάλλω]] εἰς τόπον», πάω σε άλλον [[τόπο]], μετακινούμαι<br />«ἀμφὶ δέ... [[βάλε]] γούνασι χεῑρας», πρόσπεσε στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], τον παρακάλεσε<br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> περιβάλλομαι, ντύνομαι<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]]<br /><b>3.</b> (για ύμνους) ρίχνομαι, απλώνομαι [[γύρω]] από κάποιον σαν [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σημασία]] «[[αμφιβάλλω]], δεν [[είμαι]] [[βέβαιος]], [[αμφιταλαντεύομαι]]» του ρ. [[είναι]] ήδη αρχαία. Απαντά στον Αριστοτέλη και σαφέστερα στον Πολύβιο. Η σημασιολ. [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[ρίχνω]] εδώ κι [[εκεί]], [[γύρω]]» στη συνηθ. «[[αμφιβάλλω]]» πρωτοαπαντά στο επίθ. [[ἀμφίβολος]] «αμφισβητούμενος, διφορούμενος, [[ασαφής]]» ήδη στον Πλήμωνα (Κρατ. 437α) [[αλλά]] και στους Θουκυδίδη, Ξενοφώντα κ.ά. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμφίβολος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμφίβλημα]], [[ἀμφίβληστρον]], [[ἀμφίβλητος]], [[ἀμφιβολεύς]], <i>ἀμφίβολη</i>]. | |mltxt=(Α [[ἀμφιβάλλω]])<br /><b>1.</b> έχω [[αμφιβολία]], δισταγμό, δεν [[είμαι]] [[βέβαιος]] για [[κάτι]], [[αμφιταλαντεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[αμφισβητώ]], [[διστάζω]] να πιστέψω [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμ. συνήθ. σε [[τμήση]]) Ι. <b>ενεργ.</b> [[περιβάλλω]], [[ρίχνω]] ή [[εναποθέτω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>1.</b> (για ρούχα) [[ντύνω]] κάποιον, του [[φορώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀμφι</i>-[[έννυμι]])<br /><b>2.</b> περιβάλλομαι, [[αποκτώ]], [[γεμίζω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[ρίχνω]] τα χέρια μου [[γύρω]] από κάποιον, [[αγκαλιάζω]], [[εναγκαλίζομαι]]<br /><b>4.</b> [[πιάνω]], [[αρπάζω]]<br /><b>5.</b> [[περιστοιχίζω]], [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]]<br /><b>6.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]] από [[παντού]]<br /><b>7.</b> [[συλλαμβάνω]] ως αιχμάλωτον, [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>8.</b> (στην ιατρ., για [[μέλη]] του σώματος) [[κινώ]] ή [[συστρέφω]] απότομα<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀμφιβάλλω]] εἰς τόπον», πάω σε άλλον [[τόπο]], μετακινούμαι<br />«ἀμφὶ δέ... [[βάλε]] γούνασι χεῑρας», πρόσπεσε στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], τον παρακάλεσε<br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> περιβάλλομαι, ντύνομαι<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]]<br /><b>3.</b> (για ύμνους) ρίχνομαι, απλώνομαι [[γύρω]] από κάποιον σαν [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σημασία]] «[[αμφιβάλλω]], δεν [[είμαι]] [[βέβαιος]], [[αμφιταλαντεύομαι]]» του ρ. [[είναι]] ήδη αρχαία. Απαντά στον Αριστοτέλη και σαφέστερα στον Πολύβιο. Η σημασιολ. [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[ρίχνω]] εδώ κι [[εκεί]], [[γύρω]]» στη συνηθ. «[[αμφιβάλλω]]» πρωτοαπαντά στο επίθ. [[ἀμφίβολος]] «αμφισβητούμενος, διφορούμενος, [[ασαφής]]» ήδη στον Πλήμωνα (Κρατ. 437α) [[αλλά]] και στους Θουκυδίδη, Ξενοφώντα κ.ά. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμφίβολος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμφίβλημα]], [[ἀμφίβληστρον]], [[ἀμφίβλητος]], [[ἀμφιβολεύς]], <i>ἀμφίβολη</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφιβάλλω:''' μέλ. -[[βαλῶ]] — Μέσ. Επικ. μέλ. [[ἀμφιβαλεῦμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιβάλλω]] ή [[περιθέτω]]· λέγεται για ρούχα, τα φορώ σε κάποιον, Λατ. circumdare, με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἀμφὶ δέ με χλαῖναν βάλεν</i>, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">2.</b> επίσης με δοτ. προσ., ἀμφὶ δέ μοι [[ῥάκος]] βάλον, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., λευκὴν ἀμφιβάλλομαι [[τρίχα]], [[αποκτώ]], έχω [[λευκά]] μαλλιά, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αντί της Μέσ. χρησιμ. η Ενεργ. μερικές φορές, κρατερὸν μένοςἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] γύρω τα χέρια, [[αγκαλιάζω]], [[περιβάλλω]], με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> επίσης με αιτ. προσ., [[περιβάλλω]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |