Anonymous

ἀκρόαμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀκρόαμα]])<br />αυτό που ακούει [[κανείς]] ([[κυρίως]] για [[ευχαρίστηση]], μουσικό [[κομμάτι]] ή [[απαγγελία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἀκροάματα</i><br />αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, [[κυρίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] δείπνου ή συμποσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροαματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροαματισμός]], [[ακρομάζομαι]]].
|mltxt=το (Α [[ἀκρόαμα]])<br />αυτό που ακούει [[κανείς]] ([[κυρίως]] για [[ευχαρίστηση]], μουσικό [[κομμάτι]] ή [[απαγγελία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἀκροάματα</i><br />αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, [[κυρίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] δείπνου ή συμποσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροαματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροαματισμός]], [[ακρομάζομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρόᾱμα:''' -ατος, τό ([[ἀκροάομαι]]), οτιδήποτε ακούγεται με [[ευχαρίστηση]], όπως το [[δράμα]] ή το [[μέλος]], σε Ξεν.
}}
}}