Anonymous

ἀμφιδήριτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιδήριτος]], -ον (Α) [[ἀμφιδηριῶμαι]]<br />[[αμφίβολος]], διαφιλονικούμενος.
|mltxt=[[ἀμφιδήριτος]], -ον (Α) [[ἀμφιδηριῶμαι]]<br />[[αμφίβολος]], διαφιλονικούμενος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιδήρῑτος:''' -ον ([[δηρίομαι]]), [[αμφίβολος]], [[αμφισβητήσιμος]], [[νίκη]], σε Θουκ.
}}
}}