Anonymous

ἀμμορία: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμμορία]], η (Α) [[ἄμμορος]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἀμορία]], που δεν [[είναι]] σε [[χρήση]]) [[έλλειψη]] καλής μοίρας, [[δυστυχία]].
|mltxt=[[ἀμμορία]], η (Α) [[ἄμμορος]]<br />([[ποιητικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἀμορία]], που δεν [[είναι]] σε [[χρήση]]) [[έλλειψη]] καλής μοίρας, [[δυστυχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμμορία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, ποιητ. αντί [[ἀμορία]] ([[ἄμορος]]), αυτό που δεν αποτελεί [[τύχη]] για κάποιον, κακή [[μοίρα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}