Anonymous

ἀνάδελφος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάδελφος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει αδελφό ή [[αδελφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]].
|mltxt=[[ἀνάδελφος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει αδελφό ή [[αδελφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάδελφος:''' -ον, αυτός που δεν έχει αδέλφια, σε Ευρ.
}}
}}