Anonymous

ἀμφορεύς: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφορεύς]] (-έως), ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αμφορέας]].
|mltxt=[[ἀμφορεύς]] (-έως), ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αμφορέας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφορεύς:''' -έως, ὁ, αιτ. <i>ἀμφορέα</i>· πληθ. <i>ἀμφορῆς</i>· συγκεκ. αντί [[ἀμφιφορεύς]],<br /><b class="num">I.</b> [[αμφορέας]], [[δοχείο]], [[υδρία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[μετρητής]] υγρών = [[μετρητής]] = 1,5 του αμφορέα ή [[περίπου]] 9 γαλόνια, στον ίδ.
}}
}}