Anonymous

ἄν: Difference between revisions

From LSJ
10,287 bytes added ,  30 December 2018
2
(T22)
(2)
Line 39: Line 39:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=<b class="num">(1)</b> (ἄν (2)) [[contracted]] from [[ἐάν]], if; followed by the subjunctive: [[ἐάν]]. Also by the ([[present]]) indicative in Buttmann, 223 (192); Winer s Grammar, 295 (277)). Further, L T Tr WH [[have]] [[received]] ἄν in WH Winer s Grammar, 291 (274); Buttmann, 72 (63)).
|txtha=<b class="num">(1)</b> (ἄν (2)) [[contracted]] from [[ἐάν]], if; followed by the subjunctive: [[ἐάν]]. Also by the ([[present]]) indicative in Buttmann, 223 (192); Winer s Grammar, 295 (277)). Further, L T Tr WH [[have]] [[received]] ἄν in WH Winer s Grammar, 291 (274); Buttmann, 72 (63)).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄν:''' [ᾱ], Αττ. συνδ. [[ἐάν]], <i>ἤν</i>, [[συχνά]] στον Πλάτ. κ.λπ.· πρβλ. [[κἄν]].<br /><b class="num">• ἄν:</b> [ᾰ], Επικ. και Λυρ. κε ή κεν, Δωρ. κα (<i>ᾱ</i>), ως υποθετικό [[μόριο]] στην Αττ. δεν συντάσσεται με οριστ. ενεστ. ή παρακ., [[ούτε]] με προστ. οποιουδήποτε χρόνου. Στην [[πράξη]] [[τρεις]] χρήσεις του <i>ἄν</i> πρέπει να διακριθούν: α) μαζί με συνδέσμους και αναφορικά. β) στην [[απόδοση]] των υποθετικών λόγων. γ) στις επαναληπτικές προτάσεις.<br /><b class="num">Α.</b> ΜΑΖΙ ΜΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ:<br /><b class="num">I.</b> τέτοιες λέξεις κανονικά ακολουθ. από υποτ., όπως τα [[ἐάν]] (= <i>εἰ ἄν</i>), <i>ἤν</i>, <i>ἄν</i>, [[ἐπεάν]] (= [[ἐπεὶ]] ἄν), [[ἐπήν]]· <i>ὃς ἄν</i> quicunque, <i>πρὶν ἄν</i> κ.λπ.· [[ἐπειδάν]], [[ὅταν]], [[ὁπόταν]]· η [[πρόταση]] γενικά έχει μέλλοντα στην [[απόδοση]], <i>εἰδέ κεν ὣς ἔρξῃς</i>, [[γνώσῃ]], αν κατά [[τύχη]] εσύ πράξεις έτσι, εσύ θα γνωρίζεις, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στους Επικ. μερικές φορές με ευκτ., <i>ὥς κε δοίη ᾧ κ' ἐθέλοι</i>, ώστε να τη δώσει σε οποιονδήποτε ήθελε, σε Ομήρ. Οδ.· σε τέτοιες περιπτώσεις το <i>κε</i> ή το <i>ἄν</i> δεν επηρεάζουν το [[ρήμα]].<br /><b class="num">III.</b> στους Επικ. μερικές φορές <i>εἰ</i> και οριστ., <i>οἵ κέ με τιμήσουσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b> στα μεταγεν. ελληνικά το [[ἐάν]] κ.λπ. παίρνουν οριστική, <i>ἐὰν οἴδαμεν</i>, σε Καινή Διαθήκη <b>Β.</b> ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΡΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ: δηλώνοντας ότι η [[υπόθεση]] εξαρτάται από κάποια [[κατάσταση]]· <i>ἦλθεν</i>, ήρθε, <i>ἦλθεν ἄν</i>, θα είχε έρθει, <i>ἔλθοι</i>, μπορεί να έρθει, <i>ἔλθοι ἄν</i>, θα ερχόταν·<br /><b class="num">I.</b> με οριστ.,<br /><b class="num">1.</b> με παρατ. και αόρ. η [[πρόταση]] δηλώνει μη [[εκπλήρωση]] μιας κατάστασης, και η [[απόδοση]] εκφράζει αυτό που θα ήταν ή θα μπορούσε να ήταν, αν ο όρος είχε εκπληρωθεί. Ο παρατ. με <i>ἄν</i> αναφέρεται σε συνεχόμενη [[πράξη]] σε παροντικό ή παρελθοντικό χρόνο, ενώ ο αόρ. γενικά για [[πράξη]] στο [[παρελθόν]]· <i>οὐκ ἂν νήσων ἐκράτει</i>, <i>εἰ μὴ ναυτικόν εἶχεν</i>, δεν θα είχε την [[κυριαρχία]] των νησιών, αν δεν είχε στόλο, σε Θουκ.· <i>εἰ ταύτην ἔσχε τὴν γνώμην</i>, <i>οὐδὲν ἂν ἔπραξεν</i>, αν είχε σχηματίσει αυτή τη [[γνώμη]], δε θα είχε επιτύχει [[τίποτα]], σε Δημ.· η [[πρόταση]] [[συχνά]] εννοείται, οὐ γὰρ ἦν [[ὅτι]] ἂν ἐποιεῖτε, [[γιατί]] δεν υπήρχε [[τίποτα]] που μπορούσες να είχες κάνει (δηλ. αν είχες προσπαθήσει), στον ίδ.· απ' όπου η οριστ. με το <i>ἄν</i> αντιπροσωπεύει δυνητική [[χροιά]]· ἦλθε [[τοῦτο]] [[τοὔνειδος]] τάχ' ἄν, αυτή η [[μομφή]] πιθανόν να είχε έρθει, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> στους Επικ. με οριστ. μέλ. ώστε να μετατρέψει το απλό μέλ· [[καί]] κέ τις ὧδ' ἐρέει, και [[κάποιος]] [[τάχα]] θα μιλήσει έτσι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> με υποτ. στους Επικ. όπως στην οριστ. μέλ., <i>εἰ δέ κε μὴ δώῃσιν</i>, [[ἐγώ]] δέ κεν αὐτὸς [[ἕλωμαι]], δηλ. θα την πάρω [[μόνος]] μου, στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με ευκτ.,<br /><b class="num">1.</b> [[μετά]] από [[πρόταση]] σε ευκτ. με το <i>εἰ</i> ή κάποια αναφορική [[λέξη]], εἴ [[μοί]] τι πίθοι, <i>τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη</i>, αν θα μου ήταν [[υπάκουος]] θα ήταν [[πολύ]] καλύτερα, στο ίδ.· μερικές φορές με οριστ. στην [[πρόταση]], [[καί]] νύ κεν ἔνθ' ἀπόλοιτο, <i>εἰ μὴ νόησε</i>, θα είχε χαθεί, αν αυτή δεν καταλάβαινε, στο ίδ.· μερικές φορές ο [[χρόνος]] στην [[πρόταση]] είναι ενεστ. ή μέλ. και η ευκτ. με το <i>ἄν</i>στην [[απόδοση]], μέλ. [[φρούριον]] εἰ ποιήσονται, <i>βλάπτοιεν ἄν</i>, αν [[τυχόν]] θα χτίσουν [[φρούριο]], μπορεί να βλάψουν, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> η [[πρόταση]] [[συχνά]] εννοείται· <i>τόνδ' οὔ κε δύ' ἀνέρε ἀχλίσσειαν</i>, [[δύο]] άνδρες δε θα μπορύσαν να σηκώσουν την [[πέτρα]] (δηλ. αν το επιχειρούσαν), σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου η ευκτ. με το <i>ἄν</i> αποκτά δυνητική [[σημασία]], <i>βουλόμην ἄν</i>, θα ήθελα, Λατ. [[velim]] ([[αλλά]] <i>ἐβουλόμην ἄν</i>, θα επιθυμούσα, αν ήταν για οποιαδήποτε [[ωφέλεια]], vellem).<br /><b class="num">3.</b> η ευκτ. με <i>ἄν</i> αποκτά τη [[δύναμη]] ήπιας προσταγής ή παράκλησης, χωροῖς ἂν [[εἴσω]], μπορείς να προχωρήσεις, σε Σοφ.· κλύοις ἂν [[ἤδη]], άκουσέ με [[τώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b>με απαρ. και μτχ.· το απαρ. ενεστ. ή μτχ. αντιπροσωπεύει την οριστ. παρατ., φησὶν αὐτοὺς ἐλευθέρους ἂν [[εἶναι]], εἰ [[τοῦτο]] ἔπραξαν, λέει ότι [[τώρα]] θα ήταν ελεύθεροι, αν είχαν κάνει αυτό, σε Δημ.· <i>ἀδυνάτων ἂν ὄντων</i> ([[ὑμῶν]]) <i>ἐπιβοηθεῖν</i>, όταν θα γινόσαστε ανίκανοι να βοηθήσετε, σε Θουκ.· ή αντικαθιστά την ευκτ. ενεστ. φησὶν αὐτοὺς ἐλευθέρους ἂν [[εἶναι]], εἰ [[τοῦτο]] πράξειαν, λέει πως στο [[εξής]] θα ήταν ελεύθεροι, αν έκαναν αυτό, σε Ξεν.· το απαρ. ή μτχ. αορ. αντικαθιστά την οριστ. ή εύκτ. αορ., οὐκ ἂν ἡγεῖσθ' αὐτὸν κἂν [[ἐπιδραμεῖν]], δεν το νομίζεις, [[ακόμα]] και αν είχε τρέξει προς τα [[εκεί]]; σε Δημ.· <i>οὐδ' ἂν κρατῆσαι αὐτοὺς τῆς γῆς ἡγοῦμαι</i>, [[νομίζω]] πως δεν θα ήταν καν αφέντες της γης, σε Θουκ.· [[οὔτε]] [[ὄντα]] [[οὔτε]] ἂν [[γενόμενα]], δηλ. πράγματα που δεν είναι και δε θα συμβούν [[ποτέ]], στον ίδ.· ομοίως απαρ. ή παρακ. (ή υπερσ.), πάντα ταῦθ' ὑπὸ [[τῶν]] βαρβάρων ἂν ἑαλωκέναι (<i>φήσειεν ἄν</i>), θα έλεγε ότι όλα αυτά θα είχαν καταστραφεί από τους βαρβάρους, σε Δημ. <b>Γ.</b> ΣΤΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: με οριστ. παρατ. και αορ., για να εκφράσει όρο εκπληρωμένο [[οποτεδήποτε]] προκύπτει η [[συνθήκη]]· [[εἶτα]] [[πῦρ]] ἂν οὐ [[παρῆν]], [[έπειτα]] δεν θα υπήρχε [[καθόλου]] [[φωτιά]] αναμμένη, δηλ. δεν υπήρξε [[ποτέ]], σε Σοφ.· <i>διηρώτων ἂν αὐτοὺς τί λέγοιεν</i>, σε Πλάτ. <b>Δ.</b> ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:<br /><b class="num">I.</b> [[θέση]] του <i>ἄν:</i><br /><b class="num">1.</b> Το <i>ἄν</i> μπορεί να χωρίζεται από τα απαρ. του από ρήματα όπως το [[οἴομαι]], [[δοκέω]], ώστε να παρουσιάζεται ότι ανήκει στην οριστ. ενεστ.· καὶ [[νῦν]] [[ἡδέως]] ἄν μοι δοκῶ κοινωνῆσαι, [[νομίζω]] πως θα έπρεπε, σε Ξεν.· στην παράδοξη [[περίπτωση]] του <i>οὐκ οἶδ' ἄν εἰ</i>, το <i>ἄν</i> ανήκει όχι στο [[οἶδα]], [[αλλά]] στο [[ρήμα]] που ακολουθεί, οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι = οὐκ [[οἶδα]] εἰ πείσαιμι ἄν, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> Το <i>ἄν</i> δεν ξεκινά [[ποτέ]] [[πρόταση]].<br /><b class="num">II.</b> [[επανάληψη]] του <i>ἄν:</i> στην [[απόδοση]] το <i>ἄν</i> μπορεί να επαναλαμβάνεται με το ίδιο [[ρήμα]], <i>ὥστ' ἄν</i>, εἰ [[σθένος]] λάβοιμι, <i>δηλώσαιμ' ἄν</i>, σε Σοφ.
}}
}}