Anonymous

ἄμυγμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμυγμα]], το (Α) [[ἀμύσσω]]<br />[[γρατσουνιά]], [[γρατσούνισμα]], νύχια, [[αμυχή]].
|mltxt=[[ἄμυγμα]], το (Α) [[ἀμύσσω]]<br />[[γρατσουνιά]], [[γρατσούνισμα]], νύχια, [[αμυχή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμυγμα:''' -ατος, τό ([[ἀμύσσω]]), [[γδάρσιμο]], [[σχίσιμο]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}