Anonymous

ἀμήνιτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμήνιτος]], -ον (Α)<br />ο μη οργισμένος ή μη [[οργίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μηνίω]] «[[είμαι]] οργισμένος»].
|mltxt=[[ἀμήνιτος]], -ον (Α)<br />ο μη οργισμένος ή μη [[οργίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μηνίω]] «[[είμαι]] οργισμένος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμήνῑτος:''' -ον ([[μηνίω]]), [[χωρίς]] [[οργή]] ή θυμό, σε Ηρόδ.· <i>χειμὼν οὐκ ἀμήνιτας θεοῖς</i>, σταλμένος όχι από την ιδιαίτερη μήνι των [[ουρανίων]], σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
}}
}}