Anonymous

ἀνάμβατος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάμβατος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τον ιππεύσει [[κανείς]], [[αδάμαστος]], [[ατίθασος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>-στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμβατός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναβαίνω]], ποιητ. τ. [[αντί]] [[ἀναβατός]]) «αυτός, τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανεβεί»].
|mltxt=[[ἀνάμβατος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τον ιππεύσει [[κανείς]], [[αδάμαστος]], [[ατίθασος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>-στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμβατός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναβαίνω]], ποιητ. τ. [[αντί]] [[ἀναβατός]]) «αυτός, τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανεβεί»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάμβᾰτος:''' -ον, λέγεται για [[άλογο]], αυτό που δεν έχει αναβάτη, σε Ξεν.
}}
}}