Anonymous

ἀνάπαυμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάπαυμα]] και ποιητ. [[ἄμπαυμα]], το (Α) [[ἀναπαύω]]<br /><b>1.</b> [[ανάπαυση]], [[διάλειμμα]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για τάφους) [[τόπος]] αναπαύσεως<br /><b>3.</b> (για αγρούς) [[αγρανάπαυση]].
|mltxt=[[ἀνάπαυμα]] και ποιητ. [[ἄμπαυμα]], το (Α) [[ἀναπαύω]]<br /><b>1.</b> [[ανάπαυση]], [[διάλειμμα]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για τάφους) [[τόπος]] αναπαύσεως<br /><b>3.</b> (για αγρούς) [[αγρανάπαυση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπαυμα:''' ποιητ. ἄμπ-, <i>-ατος</i>, <i>τό</i> ([[ἀναπαύω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανάπαυλα]], [[ξεκούραση]], σε Ησίοδ.· <i>μεριμνῶν</i>, από τις έγνοιες, σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] ανάπαυσης, σε Ανθ.
}}
}}