Anonymous

ἀμφίπυλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίπυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πύλη]].
|mltxt=[[ἀμφίπυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πύλη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), με [[διπλή]] είσοδο, σε Ευρ.
}}
}}