Anonymous

ἀνάσιλλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάσιλλος]], ο (Α)<br />[[κόμμωση]], [[κατά]] την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται [[προς]] την [[κορυφή]] ανορθωμένα σε ιδιότυπη [[κοτσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σίλλος]] «σατυρικό [[ποίημα]] και γενικότερα [[προσβολή]], [[χλευασμός]], [[ειρωνεία]]»].
|mltxt=[[ἀνάσιλλος]], ο (Α)<br />[[κόμμωση]], [[κατά]] την οποία τα μαλλιά της κεφαλής στρέφονται [[προς]] την [[κορυφή]] ανορθωμένα σε ιδιότυπη [[κοτσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σίλλος]] «σατυρικό [[ποίημα]] και γενικότερα [[προσβολή]], [[χλευασμός]], [[ειρωνεία]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάσιλλος:''' ή -σῖλος, ὁ, αυτός που έχει στριμμένα, στριφτά μαλλιά, σε Πλούτ.
}}
}}