Anonymous

ἀνάβασις: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάβασις]] (-εως), η (Α) <b>βλ.</b> [[ανάβαση]].
|mltxt=[[ἀνάβασις]] (-εως), η (Α) <b>βλ.</b> [[ανάβαση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάβᾰσις:''' ποιητ. [[ἄμβασις]], <i>-εως</i>, <i>ἡ</i> ([[ἀναβαίνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναρρίχηση]], [[ανέβασμα]], [[ανέβασμα]] στη [[ράχη]] αλόγου, σε Ξεν.· [[πᾶσα]] [[ἄμβασις]] = πάντες ἀναβάται, όλοι οι ιππείς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιχείρηση]] από τα παράλια προς την Κεντρική Ασία, όπως [[εκείνη]] του Κύρου του Νεώτερου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[άνοδος]], [[ανηφοριά]], [[ανέβασμα]] πύργου ή βουνού, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}