Anonymous

ἀναχάσκω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναχάσκω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] βλακωδώς, [[χαζεύω]]<br /><b>2.</b> [[γελώ]] [[δυνατά]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω το [[στόμα]] μου ανοιχτό, [[χάσκω]].
|mltxt=(Α [[ἀναχάσκω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] βλακωδώς, [[χαζεύω]]<br /><b>2.</b> [[γελώ]] [[δυνατά]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω το [[στόμα]] μου ανοιχτό, [[χάσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχάσκω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το *[[ἀναχαίνω]], μέλ. <i>-χᾰνοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἀνέχᾰνον</i>, παρακ. -[[κέχηνα]]· [[ανοίγω]] το [[στόμα]], [[χάσκω]] με ανοιχτό [[στόμα]], σε Αριστοφ., Λουκ.
}}
}}