Anonymous

ἀνάκτωρ: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάκτωρ]] (-ορος), ο (Α)<br />(για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, [[εξουσιαστής]], [[κυρίαρχος]], [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀνάκτορο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνακτόριος]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀνακτορία]].
|mltxt=[[ἀνάκτωρ]] (-ορος), ο (Α)<br />(για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, [[εξουσιαστής]], [[κυρίαρχος]], [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀνάκτορο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνακτόριος]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀνακτορία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάκτωρ:''' -ορος, ὁ = [[ἄναξ]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}