Anonymous

ἀναφής: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναφής]], -ές (AM) [[αφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να αγγίσει, ο μη [[απτός]], [[άυλος]]<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) [[άνοστος]], [[ανούσιος]].
|mltxt=[[ἀναφής]], -ές (AM) [[αφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να αγγίσει, ο μη [[απτός]], [[άυλος]]<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) [[άνοστος]], [[ανούσιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφής:''' -ές ([[ἁφή]]), ανέγγιχτος, [[άψαυστος]], σε Πλάτ.
}}
}}