Anonymous

ἀνάκλιτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάκλιτος]], -ον (Α) [[ἀνακλίνω]]<br /><b>1.</b> ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀνάκλιτος]] [[θρόνος]]», το [[ανάκλιντρο]].
|mltxt=[[ἀνάκλιτος]], -ον (Α) [[ἀνακλίνω]]<br /><b>1.</b> ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀνάκλιτος]] [[θρόνος]]», το [[ανάκλιντρο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάκλῐτος:''' -ον, αυτός που γέρνει προς τα [[πίσω]]· ἀν. [[θρόνος]], [[κάθισμα]] με «[[πλάτη]]», σε Πλούτ.
}}
}}