Anonymous

ἀναγώνιστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναγώνιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αγωνίστηκε<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) αυτός που δεν αγωνίστηκε [[ποτέ]] για [[βραβείο]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν κατέβαλε καμία [[προσπάθεια]] για να επιτύχει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωνίζομαι]].
|mltxt=[[ἀναγώνιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αγωνίστηκε<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) αυτός που δεν αγωνίστηκε [[ποτέ]] για [[βραβείο]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν κατέβαλε καμία [[προσπάθεια]] για να επιτύχει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωνίζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνᾰγώνιστος:''' -ον ([[ἀγωνίζομαι]]), αυτός που δεν έχει [[μάχη]], σε Θουκ.· αυτός που δεν έχει αγωνισθεί για [[βραβείο]], σε Ξεν.
}}
}}