Anonymous

ἄμφωτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]], πιθ. [[αντί]] <i>ἀμφόατος</i> ή -<i>ώατος</i>].
|mltxt=[[ἄμφωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο αφτιά, δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]], πιθ. [[αντί]] <i>ἀμφόατος</i> ή -<i>ώατος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμφωτος:''' -ον ([[οὖς]]), με [[δύο]] αυτιά, με [[δύο]] χερούλια - λαβές, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}