Anonymous

ἀμφίζευκτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίζευκτος]], -ον (Α)<br />(για ποταμούς, χαράδρες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που [[είναι]] ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με [[γέφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]].
|mltxt=[[ἀμφίζευκτος]], -ον (Α)<br />(για ποταμούς, χαράδρες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που [[είναι]] ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με [[γέφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίζευκτος:''' -ον ([[ζεύγνυμι]]), δεμένος και από τις [[δύο]] πλευρές, σε Αισχύλ.
}}
}}