Anonymous

βόλιτον: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βόλιτον]], το ή βόλιτος, ο (Α)<br /><b>1.</b> <b>συνήθ. στον πληθ.</b> [[κόπρος]] των βοδιών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βολίτου [[δίκη]]» — [[δίκη]] για εντελώς ασήμαντο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλα [[προς]] τους τύπους [[βόλιτον]] (<b>Αριστοφ.</b>, Κρατίνος) και <i>βόλιτος</i> (Σχόλια <b>Αριστοφ.</b>) μαρτυρούνται [[επίσης]] τα [[βόλβιτον]], <i>βόλβιτος</i> (Θεόφρ., <b>Διοσκ.</b>, Αρχιγένης). Πρόκειται για τύπους αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη [[άποψη]], το [[βόλιτον]], συσχετιζόμενο με τα [[βάλλω]], [[βόλος]], [[βολεών]] «[[κοπρώνας]]», αποτελεί τον αρχικό τ., το δε [[βόλβιτον]] οφείλεται σε παρασυσχετισμό με το [[βολβός]] [[χάριν]] αστειότητας ή ευφημισμού. Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το [[βόλβιτον]] <span style="color: red;"><</span> [[βολβός]], το δε [[βόλιτον]] προήλθε με εξακολουθητική [[ανομοίωση]] από το [[βόλβιτον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βολίταινα]], [[βολίτινος]].
|mltxt=[[βόλιτον]], το ή βόλιτος, ο (Α)<br /><b>1.</b> <b>συνήθ. στον πληθ.</b> [[κόπρος]] των βοδιών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βολίτου [[δίκη]]» — [[δίκη]] για εντελώς ασήμαντο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλα [[προς]] τους τύπους [[βόλιτον]] (<b>Αριστοφ.</b>, Κρατίνος) και <i>βόλιτος</i> (Σχόλια <b>Αριστοφ.</b>) μαρτυρούνται [[επίσης]] τα [[βόλβιτον]], <i>βόλβιτος</i> (Θεόφρ., <b>Διοσκ.</b>, Αρχιγένης). Πρόκειται για τύπους αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη [[άποψη]], το [[βόλιτον]], συσχετιζόμενο με τα [[βάλλω]], [[βόλος]], [[βολεών]] «[[κοπρώνας]]», αποτελεί τον αρχικό τ., το δε [[βόλβιτον]] οφείλεται σε παρασυσχετισμό με το [[βολβός]] [[χάριν]] αστειότητας ή ευφημισμού. Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το [[βόλβιτον]] <span style="color: red;"><</span> [[βολβός]], το δε [[βόλιτον]] προήλθε με εξακολουθητική [[ανομοίωση]] από το [[βόλβιτον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βολίταινα]], [[βολίτινος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βόλῐτον:''' τὸ ή βόλῐτος, ὁ ([[βάλλω]]), [[κοπριά]] των βοδιών, συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Αριστοφ.
}}
}}