Anonymous

διανάσσω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και διανάττω, [[διανάσσω]], διανάττω (Α) [[νάσσω]]<br /><b>1.</b> [[καλαφατίζω]], ματζακονίζω<br /><b>2.</b> [[φράζω]] με [[στουπί]] ή [[πίσσα]] τα κενά [[ανάμεσα]] στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να του προσδώσω [[στεγανότητα]].
|mltxt=και διανάττω, [[διανάσσω]], διανάττω (Α) [[νάσσω]]<br /><b>1.</b> [[καλαφατίζω]], ματζακονίζω<br /><b>2.</b> [[φράζω]] με [[στουπί]] ή [[πίσσα]] τα κενά [[ανάμεσα]] στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να του προσδώσω [[στεγανότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διανάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[φράζω]] τις ρωγμές, [[καλαφατίζω]], πλοία, σε Στράβ.
}}
}}