3,274,873
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποσφάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] κάποιον απ' τον σωστό δρόμο<br /><b>2.</b> [[χάνω]] το [[βήμα]] μου<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[αποτυγχάνω]], διαψεύδομαι. | |mltxt=[[ἀποσφάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] κάποιον απ' τον σωστό δρόμο<br /><b>2.</b> [[χάνω]] το [[βήμα]] μου<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[αποτυγχάνω]], διαψεύδομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποσφάλλω:''' μέλ. <i>-σφᾰλῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έσφηλα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εκτρέπω]] κάποιον από τον δρόμο του, [[παροδηγώ]], [[αποπλανώ]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἀποσφάλλω]] τινὰπόνοιο, [[παροδηγώ]] κάποιον ώστε να αποτυχει στην [[εκπόνηση]] ενός έργου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. βʹ ἀπεσφάλην [ᾰ], οδηγούμαι στην [[αποτυχία]] ή διαψεύδομαι, απατώμαι από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· αποστερούμαι [[κάτι]], σε Αισχύλ.· [[αποτυγχάνω]] να [[φθάσω]] ή να προσεγγίσω, <i>Ἰταλίας</i>, σε Πλούτ.· απόλ., [[λείπω]], έχω χαθεί, σε Δημ. | |||
}} | }} |