Anonymous

ἀποσφάλλω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσφάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] κάποιον απ' τον σωστό δρόμο<br /><b>2.</b> [[χάνω]] το [[βήμα]] μου<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[αποτυγχάνω]], διαψεύδομαι.
|mltxt=[[ἀποσφάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] κάποιον απ' τον σωστό δρόμο<br /><b>2.</b> [[χάνω]] το [[βήμα]] μου<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[αποτυγχάνω]], διαψεύδομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσφάλλω:''' μέλ. <i>-σφᾰλῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έσφηλα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εκτρέπω]] κάποιον από τον δρόμο του, [[παροδηγώ]], [[αποπλανώ]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἀποσφάλλω]] τινὰπόνοιο, [[παροδηγώ]] κάποιον ώστε να αποτυχει στην [[εκπόνηση]] ενός έργου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. βʹ ἀπεσφάλην [ᾰ], οδηγούμαι στην [[αποτυχία]] ή διαψεύδομαι, απατώμαι από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· αποστερούμαι [[κάτι]], σε Αισχύλ.· [[αποτυγχάνω]] να [[φθάσω]] ή να προσεγγίσω, <i>Ἰταλίας</i>, σε Πλούτ.· απόλ., [[λείπω]], έχω χαθεί, σε Δημ.
}}
}}