Anonymous

δῆθεν: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δήθε (AM [[δῆθεν]], Α και δῆθε)<br />(ειρωνικά, ή για να δηλωθεί ότι όσα λέγονται δεν [[είναι]] αληθινά) [[τάχα]], τάχατες («ήρθε [[δήθεν]] να μας χαιρετίσει», «παιρενέσει [[δῆθεν]] τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσατο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με το [[άρθρο]]) <i>ο [[δήθεν]]<br />αυτός που παριστάνει ή θεωρείται ότι έχει μια [[ιδιότητα]], [[χωρίς]] [[πράγματι]] να συμβαίνει [[κάτι]] τέτοιο («ο [[δήθεν]] [[φίλος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επιτατ. τ. του δη) [[πράγματι]], αληθινά, [[δηλαδή]] («οἱ μὲν θέλοντες ἐκβαλεῑν ἕδρας Κρόνον, ὡς [[Ζεὺς]] ἀνάσσοι [[δῆθεν]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> από [[τότε]], [[έκτοτε]] («καὶ [[δῆθεν]] [[ἄχρι]] καἰ νῡν ἔρωτος οὐ πέπαυμαι», Ανακρ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δη</i> <span style="color: red;">+</span> (επιρρ. κατάλ.) -<i>θεν</i>].
|mltxt=και δήθε (AM [[δῆθεν]], Α και δῆθε)<br />(ειρωνικά, ή για να δηλωθεί ότι όσα λέγονται δεν [[είναι]] αληθινά) [[τάχα]], τάχατες («ήρθε [[δήθεν]] να μας χαιρετίσει», «παιρενέσει [[δῆθεν]] τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσατο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με το [[άρθρο]]) <i>ο [[δήθεν]]<br />αυτός που παριστάνει ή θεωρείται ότι έχει μια [[ιδιότητα]], [[χωρίς]] [[πράγματι]] να συμβαίνει [[κάτι]] τέτοιο («ο [[δήθεν]] [[φίλος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επιτατ. τ. του δη) [[πράγματι]], αληθινά, [[δηλαδή]] («οἱ μὲν θέλοντες ἐκβαλεῑν ἕδρας Κρόνον, ὡς [[Ζεὺς]] ἀνάσσοι [[δῆθεν]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> από [[τότε]], [[έκτοτε]] («καὶ [[δῆθεν]] [[ἄχρι]] καἰ νῡν ἔρωτος οὐ πέπαυμαι», Ανακρ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δη</i> <span style="color: red;">+</span> (επιρρ. κατάλ.) -<i>θεν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῆθεν:''' επίρρ., επιτετ. [[τύπος]] του <i>δή</i>, πραγματικά, [[πράγματι]], [[αλήθεια]]· τί δὴ ἀνδρωθέντες [[δῆθεν]] ποιήσουσι; τί θα πράξουν [[έπειτα]], όταν θα έχουν [[πράγματι]] γίνει άντρες;, σε Ηρόδ.· επίσης [[επεξηγηματικός]], Λατ. [[videlicet]], [[δηλαδή]], σε Αισχύλ., Ευρ.· ειρων., Λατ. [[scilicet]], για να δηλώσει πως [[κάτι]] δεν είναι αληθές, «[[τάχα]]»· οἵ μιν ἠθέλησαν ἀπολέσαι [[δῆθεν]], όπως αυτός προσποιούνταν, σε Ηρόδ.· φέροντες ὡς ἄγρην [[δῆθεν]], στον ίδ.
}}
}}