Anonymous

βάναυσος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βάναυσος]], -ον)<br />[[τραχύς]] [[αγροίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χειρώνακτας]], [[χειροτέχνης]]<br /><b>2.</b> [[σχετικός]] με τον χειροτέχνη<br /><b>3.</b> [[ταπεινός]], [[χυδαίος]], κακόγουστος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[βάναυσος]] [[τέχνη]]» — χειρωνακτική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. [[βάναυσος]] <span style="color: red;"><</span> <i>βαύναυσος</i> με ανομοιωτική σίγηση του -<i>υ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[βαύνος]] («[[κλίβανος]], [[φούρνος]]») <span style="color: red;">+</span> <i>αύω</i> «[[ανάβω]]». Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία ο τ. [[βάναυσος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μάναυσος</i> (με [[ανομοίωση]]), το οποίο συνδέεται με τη «[[γλώσσα]]» του Ησυχίου [[μαναύεται]] «παρέλκεται» και με το [[μανός]] «[[χαλαρός]], [[νωθρός]]», δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Τέλος, ο [[συσχετισμός]] του [[βάναυσος]] με ρ. <i>βαναύω</i> (παλαιότερο <i>βαναίω</i> «[[εργάζομαι]] όπως μία [[γυναίκα]]») <span style="color: red;"><</span> [[βανά]] (βοιωτ. τ. του [[γυνή]]), δεν φαίνεται [[δυνατός]]. Για το [[επίθημα]] -<i>σος</i> <b>[[πρβλ]].</b> [[κόμπασος]], [[μέθυσος]], <i>όρυβος</i> κ.ά. Η λ. [[βάναυσος]] χρησιμοποιείται στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα για να δηλώσει «τον τεχνίτη, τον χειρώνακτα», [[κυρίως]] δε αυτόν που κάνει [[χρήση]] της φωτιάς, δηλ. τον αγγειοπλάστη και σιδηρουργό, ενώ [[συχνά]] απαντά και με τη [[σημασία]] του «χυδαίου, πρόστυχου, ανάξιου». Ήδη από την [[αρχαιότητα]] ο όρος [[βάναυσος]] προσέλαβε μειωτική [[σημασία]], [[πράγμα]] που αντανακλά την [[περιφρόνηση]] των Αθηναίων στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, και ιδιαίτερα σ' αυτά του αγγειοπλάστη και σιδηρουργού. Γενικά, ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] είχαν τα περισσότερα επίθετα που δήλωναν τον εργατικό άνθρωπο (<b>[[πρβλ]].</b> [[άθλιος]], [[μογερός]], [[μοχθηρός]], [[πανούργος]], [[πονηρός]] <b>κ.ά.</b>). Η σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]] οφείλεται στον αριστοκρατικό χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, που θεωρούσε τη χειρωνακτική [[εργασία]] χαρακτηριστικό του δούλου και όχι ιδεώδη [[απασχόληση]] του ελεύθερου ανθρώπου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαναυσία]], [[βαναυσικός]] (νεοελλ) [[βαναυσότητα]] (-<i>ότης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[βαναυσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαναυσοτεχνώ]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[βάναυσος]], -ον)<br />[[τραχύς]] [[αγροίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χειρώνακτας]], [[χειροτέχνης]]<br /><b>2.</b> [[σχετικός]] με τον χειροτέχνη<br /><b>3.</b> [[ταπεινός]], [[χυδαίος]], κακόγουστος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[βάναυσος]] [[τέχνη]]» — χειρωνακτική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. [[βάναυσος]] <span style="color: red;"><</span> <i>βαύναυσος</i> με ανομοιωτική σίγηση του -<i>υ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[βαύνος]] («[[κλίβανος]], [[φούρνος]]») <span style="color: red;">+</span> <i>αύω</i> «[[ανάβω]]». Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία ο τ. [[βάναυσος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μάναυσος</i> (με [[ανομοίωση]]), το οποίο συνδέεται με τη «[[γλώσσα]]» του Ησυχίου [[μαναύεται]] «παρέλκεται» και με το [[μανός]] «[[χαλαρός]], [[νωθρός]]», δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Τέλος, ο [[συσχετισμός]] του [[βάναυσος]] με ρ. <i>βαναύω</i> (παλαιότερο <i>βαναίω</i> «[[εργάζομαι]] όπως μία [[γυναίκα]]») <span style="color: red;"><</span> [[βανά]] (βοιωτ. τ. του [[γυνή]]), δεν φαίνεται [[δυνατός]]. Για το [[επίθημα]] -<i>σος</i> <b>[[πρβλ]].</b> [[κόμπασος]], [[μέθυσος]], <i>όρυβος</i> κ.ά. Η λ. [[βάναυσος]] χρησιμοποιείται στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα για να δηλώσει «τον τεχνίτη, τον χειρώνακτα», [[κυρίως]] δε αυτόν που κάνει [[χρήση]] της φωτιάς, δηλ. τον αγγειοπλάστη και σιδηρουργό, ενώ [[συχνά]] απαντά και με τη [[σημασία]] του «χυδαίου, πρόστυχου, ανάξιου». Ήδη από την [[αρχαιότητα]] ο όρος [[βάναυσος]] προσέλαβε μειωτική [[σημασία]], [[πράγμα]] που αντανακλά την [[περιφρόνηση]] των Αθηναίων στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, και ιδιαίτερα σ' αυτά του αγγειοπλάστη και σιδηρουργού. Γενικά, ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] είχαν τα περισσότερα επίθετα που δήλωναν τον εργατικό άνθρωπο (<b>[[πρβλ]].</b> [[άθλιος]], [[μογερός]], [[μοχθηρός]], [[πανούργος]], [[πονηρός]] <b>κ.ά.</b>). Η σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]] οφείλεται στον αριστοκρατικό χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, που θεωρούσε τη χειρωνακτική [[εργασία]] χαρακτηριστικό του δούλου και όχι ιδεώδη [[απασχόληση]] του ελεύθερου ανθρώπου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαναυσία]], [[βαναυσικός]] (νεοελλ) [[βαναυσότητα]] (-<i>ότης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[βαναυσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαναυσοτεχνώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάναυσος:''' [ᾰ],-ον,<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., λέγεται για εργάτες που διάγουν σταθερή, [[χωρίς]] μετακινήσεις [[μακριά]] απ' την [[πολιτεία]], [[ζωή]]· ως ουσ., [[μηχανικός]], [[σιδηρουργός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνη]] [[βάναυσος]], [[απλώς]] [[μηχανική]] [[εργασία]], ταπεινή [[τέχνη]], σε Σοφ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}