Anonymous

γεωμετρικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεωμετρικός]], -ή, -όν) [[γεωμέτρης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γεωμετρία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[γεωμετρική]], <i>η</i><br />η [[τεχνική]] καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων της γήινης επιφάνειας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γεωμετρική]] [[τέχνη]]», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.<br />έργα της εποχής 1100 -700 π. Χ., τα οποία έχουν ως κύρια διακοσμητικά θέματα γεωμετρικά σχήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) ο [[ειδικός]], ο [[έμπειρος]] στη [[γεωμετρία]], ο [[γεωμέτρης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γεωμετρικὸς [[Βριάρεως]]» — ο Αρχιμήδης<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>γεωμετρικὴ</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[γεωμετρία]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Γεωμετρικὰ</i><br />[[τίτλος]] ἔργου με [[θέμα]] τη [[γεωμετρία]]<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> <i>γεωμετρικῶς</i><br />με αυστηρά παραγωγικό συλλογισμό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεωμετρικός]], -ή, -όν) [[γεωμέτρης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γεωμετρία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[γεωμετρική]], <i>η</i><br />η [[τεχνική]] καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων της γήινης επιφάνειας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γεωμετρική]] [[τέχνη]]», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.<br />έργα της εποχής 1100 -700 π. Χ., τα οποία έχουν ως κύρια διακοσμητικά θέματα γεωμετρικά σχήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) ο [[ειδικός]], ο [[έμπειρος]] στη [[γεωμετρία]], ο [[γεωμέτρης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γεωμετρικὸς [[Βριάρεως]]» — ο Αρχιμήδης<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>γεωμετρικὴ</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[γεωμετρία]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Γεωμετρικὰ</i><br />[[τίτλος]] ἔργου με [[θέμα]] τη [[γεωμετρία]]<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> <i>γεωμετρικῶς</i><br />με αυστηρά παραγωγικό συλλογισμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεωμετρικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γεωμετρία]], [[γεωμετρικός]], σε Πλάτ.· <i>γεωμετρικὴ</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[γεωμετρία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ειδικός]], [[ικανός]], [[έμπειρος]] στη [[γεωμετρία]], [[επιστήμονας]] της γεωμετρίας, στον ίδ.
}}
}}