3,277,286
edits
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=αύτοετής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μέσα]] στο ίδιο [[έτος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>αὐτοετές</i><br />[[μέσα]] σ' ένα χρόνο, [[εντός]] του έτους. | |mltxt=αύτοετής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μέσα]] στο ίδιο [[έτος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>αὐτοετές</i><br />[[μέσα]] σ' ένα χρόνο, [[εντός]] του έτους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτοετής:''' -ές ([[ἔτος]]), στον ή σχετικά με τον ίδιο χρόνο· επίρρ., <i>αὐτόετες</i>, μέσα στον ίδιο χρόνο, [[εντός]] του χρόνου, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |