Anonymous

αὐτοετής: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=αύτοετής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μέσα]] στο ίδιο [[έτος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>αὐτοετές</i><br />[[μέσα]] σ' ένα χρόνο, [[εντός]] του έτους.
|mltxt=αύτοετής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μέσα]] στο ίδιο [[έτος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>αὐτοετές</i><br />[[μέσα]] σ' ένα χρόνο, [[εντός]] του έτους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοετής:''' -ές ([[ἔτος]]), στον ή σχετικά με τον ίδιο χρόνο· επίρρ., <i>αὐτόετες</i>, μέσα στον ίδιο χρόνο, [[εντός]] του χρόνου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}