Anonymous

ἀποπρίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_5)
 
(3)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπρίζω''': ἀόρ. ἀπέπρῐσα, μεταγ. [[τύπος]] ἀντὶ -[[πρίω]], Ἀνθ. Π. 11. 14.
|lstext='''ἀποπρίζω''': ἀόρ. ἀπέπρῐσα, μεταγ. [[τύπος]] ἀντὶ -[[πρίω]], Ἀνθ. Π. 11. 14.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπρίζω:''' αόρ. <i>ἀπέπρισα</i>, μεταγεν. [[τύπος]] αντί -[[πρίω]], σε Ανθ.
}}
}}