Anonymous

ἀπομαλακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπομαλακίζομαι]] κ. -[[μαλθακίζομαι]], κ. μαλθακοῡμαι (-όομαι) (Α)<br />δέχνομαι υπερβολικά [[μαλακός]], [[αδύναμος]], [[άτολμος]], [[δειλός]].
|mltxt=[[ἀπομαλακίζομαι]] κ. -[[μαλθακίζομαι]], κ. μαλθακοῡμαι (-όομαι) (Α)<br />δέχνομαι υπερβολικά [[μαλακός]], [[αδύναμος]], [[άτολμος]], [[δειλός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι:''' Παθ., [[επιδεικνύω]] [[αδυναμία]], [[μαλθακότητα]], σε Πλούτ.
}}
}}