Anonymous

ἀποκρούω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποκρούω]]) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[απωθώ]] αυτόν που επιτίθεται [[εναντίον]] μου<br /><b>2.</b> [[αντικρούω]], [[ανασκευάζω]] (λόγους, επιχειρήματα)<br /><b>3.</b> [[αποδοκιμάζω]], δεν [[δέχομαι]]<br /><b>4.</b> [[αποφεύγω]], [[περιφρονώ]] (κάποιον)<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b>, (-ομαι)<br />[[απομακρύνω]], [[εξουδετερώνω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εκδιώκω]] κάποιον από [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br />(-ομαι)<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] (από [[άλογο]])<br /><b>2.</b> (για [[αγγείο]]) [[σπάω]].
|mltxt=(AM [[ἀποκρούω]]) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[απωθώ]] αυτόν που επιτίθεται [[εναντίον]] μου<br /><b>2.</b> [[αντικρούω]], [[ανασκευάζω]] (λόγους, επιχειρήματα)<br /><b>3.</b> [[αποδοκιμάζω]], δεν [[δέχομαι]]<br /><b>4.</b> [[αποφεύγω]], [[περιφρονώ]] (κάποιον)<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b>, (-ομαι)<br />[[απομακρύνω]], [[εξουδετερώνω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εκδιώκω]] κάποιον από [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br />(-ομαι)<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] (από [[άλογο]])<br /><b>2.</b> (για [[αγγείο]]) [[σπάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκρούω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απωθώ]] με τη [[βία]] από έναν [[τόπο]], [[εκδιώκω]], [[απομακρύνω]], σε Ξεν. — Μέσ., [[απωθώ]] τους επιτιθέμενους [[εναντίον]] μου, [[αποσοβώ]] μια [[επίθεση]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., απωθούμαι, εκδιώκομαι με τη [[βία]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[κοτυλίσκιον]] τὸ [[χεῖλος]] ἀποκεκρουμένον, κύπελο, [[ποτήρι]] που του έχει σπάσει και του λείπει το [[χείλος]], σε Αριστοφ.
}}
}}