Anonymous

ἀριστοκρατικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀριστοκρατικός]], -ή, -όν) [[αριστοκρατία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[τάξη]] των ευγενών, [[ευπατρίδης]], [[αριστοκράτης]]<br /><b>2.</b> ο [[οπαδός]] του αριστοκρατικού πολιτεύματος<br /><b>3.</b> αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες<br /><b>4.</b> αυτός που αναφέρεται σε άτομα αριστοκρατικής καταγωγής ή κατ' [[επέκταση]] σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια [[οικογένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[τάξη]] των αριστοκρατών ή το [[πολίτευμα]] της αριστοκρατίας.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀριστοκρατικός]], -ή, -όν) [[αριστοκρατία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[τάξη]] των ευγενών, [[ευπατρίδης]], [[αριστοκράτης]]<br /><b>2.</b> ο [[οπαδός]] του αριστοκρατικού πολιτεύματος<br /><b>3.</b> αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες<br /><b>4.</b> αυτός που αναφέρεται σε άτομα αριστοκρατικής καταγωγής ή κατ' [[επέκταση]] σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια [[οικογένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[τάξη]] των αριστοκρατών ή το [[πολίτευμα]] της αριστοκρατίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀριστοκρᾰτικός:''' -ή, -όν, [[αριστοκρατικός]], σε Πλάτ.
}}
}}