Anonymous

γλαφυρός: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γλαφυρός]], -ά, -όν)<br />(για το ύφος) [[κομψός]], [[χαριτωμένος]] στην [[έκφραση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κοίλος]] (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ.<br />β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς»)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[στιλπνός]], [[λείος]]<br /><b>3.</b> [[νόστιμος]], [[γευστικός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) [[ακριβής]] («γλαφυρώτερος τῶν νομοθετῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]]<br /><b>6.</b> εκλεπτυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λέξεις [[γλάφυ]], [[γλάφω]] και [[γλαφυρός]] ανάγονται σε ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>gelebh</i>- «[[ξύνω]], [[βαθουλώνω]] ξύνοντας, [[πλανίζω]]». Ο τ. [[γλαφυρός]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>γλαφύς</i> ([[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[λιγυρός]] <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]]). Τα [[γλάφυ]] και [[γλαφυρός]] συνδέονται [[πιθανώς]] με το ρ. [[γλύφω]] (<i>γλυφυ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>γλαφυ</i>- με [[ανομοίωση]]), που χρησιμοποιείται ως [[τεχνικός]] όρος. Τέλος, το [[γλάφω]] ως λ. «[[άπαξ]] ειρημένη» με την [[έννοια]] «κοιλώνω» [[είναι]] πολύ πιθανό να [[είναι]] [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] [[έναντι]] του [[γλαφυρός]]. Κατ' άλλους, το [[γλάφω]], με τη [[σημασία]] «[[εγχαράσσω]]», οφείλεται [[πιθανώς]] σε συμφυρμό τών [[γλύφω]] και [[γράφω]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γλαφυρός]], -ά, -όν)<br />(για το ύφος) [[κομψός]], [[χαριτωμένος]] στην [[έκφραση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κοίλος]] (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ.<br />β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς»)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[στιλπνός]], [[λείος]]<br /><b>3.</b> [[νόστιμος]], [[γευστικός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) [[ακριβής]] («γλαφυρώτερος τῶν νομοθετῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]]<br /><b>6.</b> εκλεπτυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λέξεις [[γλάφυ]], [[γλάφω]] και [[γλαφυρός]] ανάγονται σε ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>gelebh</i>- «[[ξύνω]], [[βαθουλώνω]] ξύνοντας, [[πλανίζω]]». Ο τ. [[γλαφυρός]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>γλαφύς</i> ([[κατά]] το [[πρότυπο]] του [[λιγυρός]] <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]]). Τα [[γλάφυ]] και [[γλαφυρός]] συνδέονται [[πιθανώς]] με το ρ. [[γλύφω]] (<i>γλυφυ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>γλαφυ</i>- με [[ανομοίωση]]), που χρησιμοποιείται ως [[τεχνικός]] όρος. Τέλος, το [[γλάφω]] ως λ. «[[άπαξ]] ειρημένη» με την [[έννοια]] «κοιλώνω» [[είναι]] πολύ πιθανό να [[είναι]] [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] [[έναντι]] του [[γλαφυρός]]. Κατ' άλλους, το [[γλάφω]], με τη [[σημασία]] «[[εγχαράσσω]]», οφείλεται [[πιθανώς]] σε συμφυρμό τών [[γλύφω]] και [[γράφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλᾰφῠρός:''' -ά, -όν ([[γλάφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κοίλος]], βαθουλός, λέγεται για τα πλοία, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται και για τις σπηλιές, στον ίδ.· επίσης για τη [[λύρα]], σε Ομήρ. Οδ.· γλαφυρὸς [[λιμήν]], βαθύ [[λιμάνι]] ή όρμος, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[λείος]], [[στιλπνός]], [[τέλειος]]· λέγεται για πρόσωπα, [[λεπτός]], [[ακριβής]], [[απαιτητικός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i> και ουδ. ως επίρρ., σε Λουκ.
}}
}}