3,277,206
edits
(6_20) |
(3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρᾰκόομαι''': παθ. ([[ἄνθραξ]]), κατακαίομαι, μεταβάλλομαι εἰς ἄνθρακα, «[[γίνομαι]] στάχτη», κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Αἰσχύλ. Πρ. 372, δαλὸς ἠνθρακωμένος κρύπτεται εἰς σποδιὰν Εὐρ. Κύκλ. 612, Θεοφρ. Λιθ. 12. Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἴδε ἐν λ. [[ἀπανθρακόω]], [[κατανθρακόω]]. | |lstext='''ἀνθρᾰκόομαι''': παθ. ([[ἄνθραξ]]), κατακαίομαι, μεταβάλλομαι εἰς ἄνθρακα, «[[γίνομαι]] στάχτη», κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Αἰσχύλ. Πρ. 372, δαλὸς ἠνθρακωμένος κρύπτεται εἰς σποδιὰν Εὐρ. Κύκλ. 612, Θεοφρ. Λιθ. 12. Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἴδε ἐν λ. [[ἀπανθρακόω]], [[κατανθρακόω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθρᾰκόομαι:''' παρακ. <i>ἠνθράκωμαι</i>, Παθ., ([[ἄνθραξ]]), καίγομαι και [[γίνομαι]] [[στάχτη]], απανθρακώνομαι, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |