Anonymous

ἀπαιδαγώγητος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπαιδαγώγητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έτυχε αγωγής, [[αμόρφωτος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εκπαιδευτεί σε [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπαιδαγώγητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έτυχε αγωγής, [[αμόρφωτος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εκπαιδευτεί σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαιδᾰγώγητος:''' -ον, αυτός που δεν έχει παιδαγωγό, δάσκαλο ή καθοδηγητή, σε Αριστ.· [[απαίδευτος]], [[αδίδακτος]], <i>τινος</i>, σε [[κάτι]], στον ίδ.
}}
}}