3,273,800
edits
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (AM [[δημώδης]], -ες) [[δήμος]]<br />αυτός που αναφέρεται στον λαό ή πηγάζει από αυτόν, ο [[δημοτικός]], ο [[λαϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευτελής]], [[ασήμαντος]], [[αγοραίος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δημώδης]]<br />η [[εταίρα]], η [[πόρνη]]. | |mltxt=-ες (AM [[δημώδης]], -ες) [[δήμος]]<br />αυτός που αναφέρεται στον λαό ή πηγάζει από αυτόν, ο [[δημοτικός]], ο [[λαϊκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευτελής]], [[ασήμαντος]], [[αγοραίος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δημώδης]]<br />η [[εταίρα]], η [[πόρνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δημώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[χαρακτηριστικός]] του λαού, [[λαϊκός]], [[συνήθης]], [[κοινός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |