Anonymous

ἄνιππος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνιππος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[άλογο]] ή άλογα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως [[ιππέας]]<br /><b>2.</b> [[ανίκανος]] για [[ιππασία]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[ακατάλληλος]] και [[απρόσφορος]] για [[ιππασία]] ή για [[εκτροφή]] αλόγων.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνιππος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[άλογο]] ή άλογα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό ως [[ιππέας]]<br /><b>2.</b> [[ανίκανος]] για [[ιππασία]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) [[ακατάλληλος]] και [[απρόσφορος]] για [[ιππασία]] ή για [[εκτροφή]] αλόγων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄνιππος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει [[άλογο]], που δεν επιβαίνει σε [[πλάτη]] αλόγου, σε Ηρόδ., Σοφ.· αυτός που δεν έχει [[άλογο]] για να ιππεύσει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χώρες μη κατάλληλες για άλογα, σε Ηρόδ.
}}
}}