Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βατταρίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[βατταρίζω]])<br />[[τραυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> διπλό -<i>ττ</i>-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε <i>bata</i>-, ονοματοποιημένο [[στοιχείο]] που εκφράζει παιδικό [[τραύλισμα]] ή [[έκπληξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[βαττολογώ]]). Το [[βατταρίζω]] συσχετίστηκε με το [[βάτταλος]], με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Εξάλλου συγκρίσιμοι [[προς]] το [[βατταρίζω]] τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>balbus</i> «[[τραυλός]]», <i>butubatta</i> «ασήμαντα πράγματα»), ενώ το μτγν. λατ. <i>bat</i>(<i>t</i>)<i>ulus</i> «[[βραδύγλωσσος]]» [[πρέπει]] να αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=(AM [[βατταρίζω]])<br />[[τραυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> διπλό -<i>ττ</i>-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε <i>bata</i>-, ονοματοποιημένο [[στοιχείο]] που εκφράζει παιδικό [[τραύλισμα]] ή [[έκπληξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[βαττολογώ]]). Το [[βατταρίζω]] συσχετίστηκε με το [[βάτταλος]], με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Εξάλλου συγκρίσιμοι [[προς]] το [[βατταρίζω]] τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>balbus</i> «[[τραυλός]]», <i>butubatta</i> «ασήμαντα πράγματα»), ενώ το μτγν. λατ. <i>bat</i>(<i>t</i>)<i>ulus</i> «[[βραδύγλωσσος]]» [[πρέπει]] να αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαττᾰρίζω:''' ([[βάττος]]), [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]], σε Λουκ.
}}
}}