3,277,121
edits
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΜΑ [[ἀνιπτόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει άπλυτα πόδια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ανιπτόποδες</i><br />αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν [[αγιότητα]] να παραμελούν την [[καθαριότητα]] και να μένουν άπλυτοι. | |mltxt=ο (ΜΑ [[ἀνιπτόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει άπλυτα πόδια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ανιπτόποδες</i><br />αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν [[αγιότητα]] να παραμελούν την [[καθαριότητα]] και να μένουν άπλυτοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνιπτόπους:''' ὁ, ἡ, γεν. <i>-πόδος</i>, με άπλυτα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |