Anonymous

ἀνιπτόπους: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΜΑ [[ἀνιπτόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει άπλυτα πόδια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ανιπτόποδες</i><br />αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν [[αγιότητα]] να παραμελούν την [[καθαριότητα]] και να μένουν άπλυτοι.
|mltxt=ο (ΜΑ [[ἀνιπτόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει άπλυτα πόδια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ανιπτόποδες</i><br />αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν [[αγιότητα]] να παραμελούν την [[καθαριότητα]] και να μένουν άπλυτοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνιπτόπους:''' ὁ, ἡ, γεν. <i>-πόδος</i>, με άπλυτα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}