Anonymous

βιαστής: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βιαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαπράττει το [[αδίκημα]] του βιασμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος χρησιμοποιεί βία<br /><b>μσν.</b><br />[[επόπτης]], [[επιστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>βιάζομαι</i> «[[καταβάλλω]] κάποιον με τη δύναμή μου, [[χρησιμοποιώ]] βία»].
|mltxt=ο (AM [[βιαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαπράττει το [[αδίκημα]] του βιασμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος χρησιμοποιεί βία<br /><b>μσν.</b><br />[[επόπτης]], [[επιστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>βιάζομαι</i> «[[καταβάλλω]] κάποιον με τη δύναμή μου, [[χρησιμοποιώ]] βία»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιαστής:''' -οῦ, ὁ ([[βιάζω]]), αυτός που χρησιμοποιεί [[δύναμη]], [[βίαιος]] [[άνδρας]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}