3,274,216
edits
(7) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[βιαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαπράττει το [[αδίκημα]] του βιασμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος χρησιμοποιεί βία<br /><b>μσν.</b><br />[[επόπτης]], [[επιστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>βιάζομαι</i> «[[καταβάλλω]] κάποιον με τη δύναμή μου, [[χρησιμοποιώ]] βία»]. | |mltxt=ο (AM [[βιαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαπράττει το [[αδίκημα]] του βιασμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος χρησιμοποιεί βία<br /><b>μσν.</b><br />[[επόπτης]], [[επιστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>βιάζομαι</i> «[[καταβάλλω]] κάποιον με τη δύναμή μου, [[χρησιμοποιώ]] βία»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βιαστής:''' -οῦ, ὁ ([[βιάζω]]), αυτός που χρησιμοποιεί [[δύναμη]], [[βίαιος]] [[άνδρας]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |